- κορνιζάρισμα
- το обрамление, вставление в рамку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορνιζάρισμα — η [κορνιζάρω] η τοποθέτηση μιας φωτογραφίας ή ενός πίνακα σε κορνίζα … Dictionary of Greek